- αστραπή
- η1) молния;
(σαν) αστραπή — с быстротой молнии, молниеносно;
τα μάτια του πετούν αστραπές — глаза его мечут молнии;
2) сверкание, вспышка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
(σαν) αστραπή — с быстротой молнии, молниеносно;
τα μάτια του πετούν αστραπές — глаза его мечут молнии;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀστραπή — fiash of lightning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… … Dictionary of Greek
ἀστραπῇ — ἀστράπτω lighten aor subj pass 3rd sg ἀστραπή fiash of lightning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστραπή — η 1. η ξαφνική και στιγμιαία λάμψη που παράγεται από τον ηλεκτρισμό των νεφών: Τι αστραπές και βροντές ήταν αυτές χτες το βράδυ! 2. κάθε αιφνίδια και στιγμιαία λάμψη: Απ το θυμό του τα μάτια του πετούσαν αστραπές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀστραπὴ ἐκ πυέλου. — См. Гром гремит не из тучи, а из навозной кучи … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κἀστραπῇ — ἀστραπῇ , ἀστράπτω lighten aor subj pass 3rd sg ἀστραπῇ , ἀστραπή fiash of lightning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραπῆι — ἀστραπῇ , ἀστράπτω lighten aor subj pass 3rd sg ἀστραπῇ , ἀστραπή fiash of lightning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραπαῖς — ἀστραπή fiash of lightning fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραπαῖσι — ἀστραπή fiash of lightning fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραπαί — ἀστραπή fiash of lightning fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραπᾶν — ἀστραπή fiash of lightning fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)